σπινθηροβολώ

σπινθηροβολώ
σπινθηροβολώ, σπινθηροβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. σπινθηροβολάω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπινθηροβολώ — σπινθηροβολῶ, έω, ΝΜΑ 1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ 2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ νεοελλ. μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + βολῶ (< βόλος < βάλλω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροβολώ — σπινθηροβόλησα, σπινθηρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… …   Dictionary of Greek

  • αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] …   Dictionary of Greek

  • αμαρύσσω — ἀμαρύσσω (Α) (ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθεματικό και θ. μαρ (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»). ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα αρχ. μσν. ἀμαρυγή μσν. ἀμάρυξις] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρύσσω — και μαρμαρύζω (Α) [μαρμαρυγή] 1. (για τα μάτια) ακτινοβολώ, λάμπω 2. (για τα άστρα) μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, αστραποβολώ …   Dictionary of Greek

  • μιργάβωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυκόφως». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιης ετυμολ. λακωνική γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Αν είναι σύνθ. λ., το β συνθετικό θα μπορούσε να αναχθεί στη λ. ἠώς / ἕως (< ᾱFως) «φως, αυγή». Ως α συνθετικό το θ. μισγ τού… …   Dictionary of Greek

  • σειριάζω — και σειράζω Α [Σείριος] 1. σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ 2. (για κεραυνό) πλήττω, χτυπώ …   Dictionary of Greek

  • σπιθοβολώ — άω, Ν 1. σπινθηροβολώ, εκπέμπω σπινθήρες («σπιθοβόλαγε η φωτιά») 2. εκπέμπω λάμψη, είμαι λαμπερός, φεγγοβολώ («τα μάτια της σπιθοβολούσαν μέσα στο σκοτάδι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίθα + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστραπο βολώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”